- άσκεπτος
- και άσκεφτος, -η, -ο (AM ἄσκεπτος, -ον)Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστοςαρχ.1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι γάμοι»)3. ο ασήμαντος, ο αμελητέοςII. επίρρ. άσκεφτα (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)απερίσκεπτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαιάσκεφτος < άσκεπτος με ανομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.